Μην ξεχάσεις τον Τζορτζ Μπάλντοκ. Την επόμενη φορά που θα αρχίσεις να τρελαίνεσαι, να φωνάζεις, να βρίζεις και να καταριέσαι βλέποντας "μπάλα"
, θυμίσου αυτό που ένιωσες μαθαίνοντας πως έφυγε...
Γράφει ο Αργύρης Παγαρτάνης | www.provocateur.gr
Αυτή την φωτογραφία του Τζορτζ Μπάλντοκ, τη γκρίζα, την πένθιμη, αυτή που βλέπεις σήμερα αναρτημένη σε χιλιάδες, σε δεκάδες χιλιάδες προφίλ κι από κάτω τα γνωστά εικονίδια με τα δάκρυα και τα «νοιάζομαι» και τα RIP, κράτα την.
Βρες μια κορνίζα. Δεν είναι ανάγκη να είναι ακριβή. Για την ακρίβεια, όσο πιο φτηνή, τόσο πιο καλή. Φτηνή, όπως είναι και η ζωή μας. Να το ξαναγράψουμε με κεφαλαία γράμματα; ΦΤΗΝΗ. Δεν αξίζει ούτε δύο δεκάρες. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να αγοραστεί. Οι μεγαλύτεροι δισεκατομμυριούχοι του κόσμου, που κολύμπησαν στα χρυσάφια και τα διαμάντια, δεν γλύτωσαν.
Βρες, λοιπόν, μια κορνίζα και βάλε την μέσα. Διάλεξε, μάλιστα, αυτή τη φωτογραφία που λέει «Τζορτζ Μπάλντοκ, 1993-2024». Που σου υπενθυμίζει ότι αυτό το παλικάρι έσβησε στα 31 του χρόνια. Το διανοείσαι; Και τη μέρα, λέει, που είχε γενέθλια το παιδί του. Άλλο αδιανόητο αυτό. Την ημέρα της υπέρτατης χαράς, μιας στιγμής που κάθε γονιός μόνο υπερβατικά μπορεί να ζήσει, ότι το βλαστάρι που δημιούργησε ο ίδιος έκανε ακόμα ένα βήμα στη ζωή, εκείνη την ώρα επιλέγουν οι θεοί, οι διαβόλοι, ούτε και ξέρουμε ποιες δυνάμεις ουράνιες, να σου κόψουν το νήμα.
Αυτή τη φωτογραφία, λοιπόν, βάλε την σ’ ένα συρτάρι. Κι όποτε έχει ποδοσφαιρικό ή μπασκετικό αγώνα και στρογγυλοκάθεσαι μπροστά στην τηλεόραση να τον δεις και να φανατιστείς, βγάλε την και τοποθέτησέ την πάνω στο τραπεζάκι. Να βλέπεις τον αγώνα, αλλά να πέφτει το μάτι σου σ’ αυτόν τον παλίκαρο και από κάτω σ’ αυτό το σπαραχτικό «1993-2024».
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που φουντώνεις, που έχασε ο παίκτης της ομάδας σου την ευκαιρία που δεν χάνεται, που είσαι όρθιος και μουτζώνεις την οθόνη με τα δύο χέρια και πέφτεις πίσω στον καναπέ για να σηκώσεις τα πόδια και να μουτζώσεις και με τα πόδια και φωνάζεις «τι έχασες ρε πούστη άμπαλε;» και «που να πάρεις το πόδι σου στο χέρι να το πας βόλτα», να πέφτει το μάτι, η άκρη του ματιού σου σ’ αυτό το πρόσωπο, το γκρίζο.